- πλουμίζω
- ΝΜ [πλουμίον]1. διακοσμώ, στολίζω με πλουμιά, με κεντήματα, κεντώ2. (για πρόσ.) επαινώ, εγκωμιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλουμίζω — πλούμισα 1. στολίζω, διακοσμώ με κέντημα ή με άλλη τέχνη: Τότε άρχισα να κάνω το κρεβάτι πλουμίζοντας το μάλαμα και φίλντισι κι ασήμι (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., επαινώ: Πλουμίσανε καλά το γαμπρό και τη νύφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
διακεντώ — (AM διακεντῶ, έω) [κεντώ] 1. κεντώ κάτι πέρα ώς πέρα, διατρυπώ 2. στολίζω με κεντήματα, πλουμίζω αρχ. ενεργώ παρακέντηση … Dictionary of Greek
επανθίζω — (Α ἐπανθίζω) στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.) αρχ. ποικίλλω («ἰὼ πολλοῑς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ερωτοπλουμισμένος — η, ο (Μ ἐρωτοπλουμισμένος, η, ον) ο στολισμένος με ερωτικά θέλγητρα μσν. ερωτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πλουμισμένος, μτχ. παρακμ. τού πλουμίζω] … Dictionary of Greek
μαρμαροπλουμισμένος — μαρμαροπλουμισμένος, η, ον (Μ) αυτός που είναι διακοσμημένος με μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + πλουμισμένος (< πλουμίζω)] … Dictionary of Greek
πλουμιστής — ο, θηλ. πλουμίστρια, Ν [πλουμίζω] ποικιλτής … Dictionary of Greek
πλουμιστός — ή, ό / πλουμιστός, ή, όν, ΝΜ [πλουμίζω] στολισμένος, κεντημένος με πλουμιά … Dictionary of Greek
πλούμισμα — το, Ν Μ [πλουμίζω] η διακόσμηση με πλουμίδια, με ποικίλματα … Dictionary of Greek
χρυσοπλουμίζω — Ν διακοσμώ ύφασμα με χρυσά νήματα ή σειρήτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πλουμίζω «στολίζω»] … Dictionary of Greek